Μέρα
τη μέρα και κάθε μέρα, στο ξόδεμα της μέρας, από τότε που έσβησαν τα ίχνη της ανάσας
σου, κλείνω συνάντηση. Άδειο τραπέζι με δυο ποτήρια αγκαλιά και ο καφές που
έπινες μοναχικός δραπέτης μέσα στα μάτια μου να σέρνει τα δεσμά. Το πάει για
βροχή κι ο κόσμος όλος χάθηκε. Στην ερημιά μ’ ένα φιλί μεσ’ στη βροχή στο στόμα
σου, με την ψυχή μου μίλησα. Πολλές μορφές έχει η ζωή κι αν γι’ άλλους είναι λήθη,
για μένα είναι μοίρασμα.
Ελώδης
η συνείδηση σε μια προσπάθεια ισοπέδωσης για να φανεί η βαρβαρότητα κοινή.
Όμως, λαός που πέρα από τη νίκη, την
κάδμειο νίκη
έχει
στην καρδιά, είναι λαός ξεχωριστός που πάντα θα κερδίζει. Δεν είναι ήττα, δεν
είναι νίκη η ζωή. Είναι να ξέρεις όταν το αίμα χάνεται μ’ αντίτιμο σκληρό,
ελάσσων είν’ ο θρίαμβος. Συμπίλημα καρδιάς, μυαλού, ψυχής οι μάχες σου. Εκεί
που κινδυνεύεις για πάντα να πέσεις στο κενό είναι αν τους αφήσεις να σου
ληστέψουν το μυαλό. Οι βάρβαροι γνωρίζουν. Κονεύουν αβανιάρηδες για να σε
αφανίσουν. Ελλέβορος και μέλανας ζωμός, άτρωτο σώμα και μυαλό, της φύτρας σου
περίαπτο και των εχθρών σου ο σταυρός.
Από
παιδί περπάταγα στη λόγχη των ονείρων μου. Ισορροπία τρόμου πάνω σε κάθετο
σπαθί. Να σε γελούν, να σε χλευάζουν, να σε περιφρονούν, να σ’ αδικούν, να σε
υποτιμούν και συ περήφανος με το χαμόγελο να προσπαθείς τον πόνο σου να
πνίξεις. Από διπλές πληγές ο πόνος. Αόρατες και ορατές.
Πάντα
μου άρεσε η αλήθεια, το δίκιο και το λεύτερο. Μα κι η αξιοπρέπεια.
Μου
’στρωσαν πολλές φορές το δρόμο. Μέχρι παχιά χαλιά να περπατήσω μου ’στρωσαν για
να τα πάρω πίσω.
Έλα
μου έλεγαν. Θα ’χεις αξίωμα, θα ’χεις λεφτά, θα είσαι κάποιος. Κι όσο πιο
άγριος και σκληρός τόσο θα ανεβαίνεις. Η κρίση σου μαστίγιο για να γελάς και να
μεθάς με ηδονές υποταγής. Γυναίκα δεν θα χρειαστείς. Δεν θέλει αίσθημα η ζωή.
Μονόχνοτος να είσαι, να τους πατάς. Δεν βλέπεις τάχα τα σκυλιά πόσο υπάκουα
γίνονται όσο πολύ τα δέρνεις;
Και
γω, με όλα αυτά που άκουγα, μοναχικός ταξίδευα και ταξιδεύω.
Προσπάθησα.
Προσπάθησα για μένα, να πείσω φίλους και γνωστούς, συνοδοιπόρους αδελφούς. Να
δείξω πως τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Δυο
είναι οι δρόμοι δυστυχώς.
Βαδίζεις
σε χαλί και χάνεις την ψυχή σου ή πληγωμένος, αγκαλιά με την ψυχή σου πολεμάς
για τη ζωή σου.
Έχω
κουραστεί, αλήθεια είναι. Και ξέρεις το γιατί; Δεν είναι ο πόνος ο διπλός.
Είναι η απογοήτευση που μ’ έχει εξουθενώσει. Να βλέπω ανθρώπους άβουλους,
ανθρώπους ουροβόρους, να σε κοιτούν και να μιλούν με πρόσωπα διπλά, να σου
χτυπάνε φιλικά με νόημα τον ώμο, να λένε δήθεν συμφωνούν, να λένε πόσο σ’
αγαπούν και σε τιμούν και κει στα ύπουλα και στα κρυφά να σου τρυπούν την
πλάτη.
Τώρα
θα πεις, μετά απ’ αυτά αξίζει άραγε ο κόπος, αξίζει άραγε ο πόνος;
Τι
θα ’λεγες σε κάποιον που τη ζωή του τώρα ξεκινά;
Χωρίς
καν σκέψη δεύτερη αυτό που έκανα κι εγώ θα έλεγα να κάνει.
Γιατί
όταν χάνεις την ψυχή δεν έχει αξία η ζωή.
Κι
αν όσο είσαι μικρός και δεν μπορείς να δεις γιατί τυφλώνει η δόξα, μεγάλος
σίγουρα θα δεις και θα ’ναι τόσο παγερό αυτό που τότε θα αισθανθείς που και ο
θάνατος θα πάγωνε μπροστά του.