Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η απόφαση…

















Αθώος η απόφαση, με ενδείξεις αποχρώσες.
Μία ψυχή δικάζανε .
Με σκέψη δυνατή φωνή σαν ξίφος μεσ’ στο πλήθος…
Γιατί δε χαίρεσαι; Γιατί;
Απάντηση, βαριά φωνή ίδια με τη δική του.
-Στον έρωτα, οι αποφάσεις δικαστών, επιταγή ακάλυπτη.
Αυτός που σε δικάζει, μόνο τα μάτια της πληγωμένης της ψυχής.
Το δάκρυ που κυλά στα μάτια σου ο πιο σκληρός κριτής σου
κι η απουσία της, η φυλακή σου.

ανάγερτος

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Ζωή ανάμεσα















Ζωή ανάμεσα
Σε χάρτες άγραφους
δίχως εξάντα και σκοπό
Ξύλα, καρφιά 
Στον έρωτα, στη λησμονιά 
κι ένα τσιγάρο
να καίει αργά τα όνειρα
Ζωή ανάμεσα
στο αίμα που τινάζεται
σαν ψάρι μεσ’ στο δίχτυ
Ανέμου δίχτυ 
στα φράγματα των ποταμών
να αγκαλιάζει λίμνες
Στο πόδι του ερωδιού με το’ να χέρι
Στον ουρανό και στο βυθό
Μια ζωή ανάμεσα

ανάγερτος

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Το χαρτί




















Δεν το μπορώ, μου έλεγες.
Δεν το μπορώ ότι λευκό να το βρωμίζω. Και ήμουν σύμφωνος κι εγώ.
Κι έτσι κυλούσε η ζωή λευκή σε μαύρο φόντο. Χωρίς γραμμές, χωρίς μπογιές, χωρίς βρωμιές, χωρίς λεκέδες δάκρυ.
Καλά προφυλαγμένη.
Ήτανε τότε, που ότι πιο ζωντανό το είχαμε στον τοίχο.
Φοβόμασταν ν’ αγγίξουμε την ομορφιά να πλημμυρίσει ο κήπος και τ’ άρωμα των λουλουδιών από μακριά μυρίζαμε. Στα σπίτια, στις πλατείες, στις συντροφιές της μοναξιάς με ψεύτικα χαμόγελα τα βροχερά απόβραδα.
Χρόνια το βλέμμα χάνονταν πάνω στα σύρματα που κουβαλούσαν φως.
Να βλέπεις τα πουλιά, ν’ ακούς τα τιτιβίσματα και να μελαγχολείς γιατί μεσ’ στην παρέα τους δεν είχανε και σένα.
Κύλαγε βίαια ο καιρός.  Με την ορμή του καταρράκτη να χάνεται με κρότο και να ορθώνει τοίχο αδιάβατο.

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή, μονότονη κι  υγρή, που το χαρτί μου χάθηκε.
Ο ήλιος έπαιζε κρυφτό με την ομίχλη και μεις μεσ’ στο παιχνίδι θεατές,
δεν είδαμε που ο σπουργίτης έφευγε με το χαρτί στο στόμα απ’ το μικρό παράθυρο που κάποιος ξέχασε να κλείσει.
Ο δρόμος μου στενός και τα χωράφια δύσβατα να ψάξω.
Με τα σπουργίτια μίλαγα ώρες ατέλειωτες...
Στη γλώσσα μου εγώ, στη γλώσσα τους αυτά.
Ίσαμε τότε δεν ήξερα, πως σαν πονάμε, όλοι την ίδια γλώσσα των πουλιών μιλάμε.
Με τον καιρό στη συντροφιά τους, σπουργίτης έγινα κι εγώ μαζί να ψάξουμε.
Πόση καρδιά κρυμμένη μέσα στα στήθη των πουλιών!
Βουνά και θάλασσες περνάγαμε μαζί.
Πουλί κι εγώ, μα νήπιο. Δεν ήξερα καλά καλά φτερούγες να ανοίγω.
Πόσα χιλιόμετρα δεν μέτρησα στα χέρια τους απάνω!
Θυμάμαι ακόμα τα τρανταχτά τα γέλια τους, τη στοργική τους αγκαλιά.
Πως να ξεχάσεις άραγε, αυτούς που σε μαθαίνουν να πετάς!
Ένα μαζί τους, σμάρι. Στον ήλιο μια κουκκίδα, στην καταιγίδα σύννεφο.
Πάμε, μου έλεγαν. Θα δεις, μπορεί ν’ αργήσουμε μα θα το βρούμε.
Γιατί εμείς ψηλά πετάμε κι ό,τι μικρό σ’ αυτή τη γη, για μας μεγάλο πάντα θά’ ναι.
Ξέρουμε εμείς από ψυχή, κι εμείς με την ψυχή πετάμε.

Ήταν μεγάλη η στιγμή, δεν περιγράφεται με λόγια.
Μόνο με δάκρυα και τιτιβίσματα πουλιών αυτό που ένιωσα, όταν ακούμπησε στα χέρια.
Κι ήταν αυτό που χάθηκε. Ένα κομμάτι από χαρτί.
Μια κρύα νύχτα του χειμώνα, μέσα στη λάσπη,  με ένα “ευ” μου φανερώθηκε η ζωή.

“Γιατί ζωή λευκό χαρτί, αν δε σκιστεί, αν δεν βρωμίσει, αν δε φθαρεί, λευκό κελί κι έξω να παίζει η φύση”

ανάγερτος

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

17 Νοέμβρη


Αρκεί μια λάμψη να διαλύσει το σκοτάδι.
Πολλά βεγγαλικά σ’ αυτή τη γη κάναν τη νύχτα μέρα.
Τι κι αν πολλά απ’ αυτά έβαλαν στόχο τις ζωές μας!
Πάντα υπάρχουν αστραπές να λάμπουνε για μας.
Αυτές αναζητούμε, αυτές τιμούμε σήμερα.


Ο δρόμος ο δικός μας γράφει απ’ έξω λευτεριά.
Κι αν εφιάλτες, παιδιά δικά σου, πρόδωσαν τ’ όνειρο, μη γίνει ο θυμός σου αφορμή…Σκέψου!
Το όνειρο της λευτεριάς κανείς να σβήσει δεν μπορεί.
Γιατί, κι αν ζούμε σήμερα, όπως ζούμε, κι αν λίγες σταγόνες περηφάνιας απέμειναν μέσα μας όρθιοι να πορευτούμε
Μη το ξεχνάς, θυμήσου απλά την ιστορία.
Όλο αυτό, σε μια χούφτα “αλήτες” το χρωστούμε, χρόνια τώρα.

“ Σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν και δεν πουλήθηκαν
Σ’ αυτούς που πάλεψαν και παλεύουν για οράματα και ιδανικά
Στους φανερούς και αφανείς ήρωες
Τιμή και δόξα.”

ανάγερτος


Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Μέδουσα της λήθης

















Σ’ αγαπώ μέσα στα χρόνια,
τρεκλίζοντας στη δίνη της θύελλας
που έφερε η απροσδόκητη παρουσία σου
Ζεις στις ατέλειωτες θάλασσες
των ταξιδιών των πόθων μου,
μεσ’ στο ποτό από κάβες ατλαντίδες,
έτη επτά, έτη οκτώ, έτη φωτός,
τείνοντας στο άπειρο
Πνίγονται και ζωντανεύουν οι λυγμοί
εκεί που ο ήλιος αγγίζει το γέλιο σου
Σ' ένα ποτήρι ουρανό, ρωγμές τα στήθη μου
με τους σφυγμούς και τους παλμούς σου
αναπνέουν
Μέδουσα της λήθης
Κάνε με μέσα στα χείλη της να σβήσω...

ανάγερτος

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Χάρτινοι πύργοι
















Γλεντοκοπούν οι εκλεκτοί,
μαζί κι οι βολεμένοι
Μαζί τα φάγαμε,
περιγελούν
Απαίδευτοι κι ανήμποροι
στη σκέψη,
έχουν ξεχάσει την αρχή
που φανερώσαν οι αρχαίοι∙
πως αν γενεί συντονισμός
κραυγή, θυμός και πόνος
οι σιδερόφρακτες φωλιές,
χάρτινοι πύργοι
μες’ στου χαμού το δρόμο.

ανάγερτος

Έφηβος ήμουνα...

















Έφηβος ήμουνα όταν μου πρωτομίλαγες για μοίρα, πεπρωμένο, για πράξεις με υπόλοιπο, για πράξεις δίχως τέλος.
Και σούλεγα, αδυνατώ να τα πιστέψω, δεν είναι δυνατόν.
Εμείς διαλέγουμε τους αριθμούς και με μηδέν δεν πράττουμε.
Άρα, κάτι το άλλο είναι αυτό που γίνεται για πράξεις δίχως τέλος.
Θυμάμαι ακόμα τη σιωπή…
Μπορεί να ήταν θαυμασμός, μπορεί, μπορεί, πολλά μπορεί.
Μα τώρα ξέρω, πως σίγουρα ένα απ’ αυτά ήταν ανησυχία.
Γιατί στον κόσμο αυτόν αν σκέφτεσαι πολύ, χαμένος είσαι μια ζωή.
Και τόξερες καλά…
Μία ολόκληρη ζωή το είχες ζήσει και στο δικό σου το πετσί.
Γι’ αυτό λοιπόν, όσο καρδιά δεν έχουμε τη ζήση μας να ορίζουμε,
άλλοι για μας, μοίρα θα τη βαπτίζουνε.

ανάγερτος

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Γλυκειά μελαγχολία





















Πάντα μεγάλα για παιχνίδια είχα.
Ήταν και οι καιροί αλλιώς, δεν ήταν καμωμένοι για πράγματα μικρά.
Τα θεωρούσαν κάπως…
Και το ποδήλατο που έμαθα μεγάλο ήτανε κι αυτό. Κορμί γυρτό έξω απ’ τα όρια, πόδια πλεγμένες πεταλιές και χέρια ίσα ν’ αγγίζουν το τιμόνι.
Η κούνια, μεγάλη κι αυτή.
Τριχιά χοντρή στον πλάτανο και ξύλο κωλοκάτσι, ο πάτος απ’ τη σκάφη που ζύμωνε η μάνα. Εκεί χανόμουνα για ώρες μόλις η νύχτα έπεφτε.
Ζάλη γλυκιά, γλυκιά σαν μέθη λογισμού.
Θυμάμαι τα μάτια μου υγρά, όπως η πάχνη που σκέπαζε τα φύλλα, όταν αντάμωνε η ματιά το φως μέσ’ απ’ τ’ αστέρια.
Γλυκιά μελαγχολία σκέπαζε την καρδιά.
Ήτανε τότε που ένιωθα μ’ όλο τον κόσμο να μιλώ.
Κάθε αστέρι μια ψυχή, κάθε αστέρι μια πληγή.
Κι αν πεφταστέρι, ήταν γιατί το φως περίσσευε.
Δε χάνεται το φως, σκορπίζεται.
-“Έλα…η ώρα πέρασε…” Της μάνας η φωνή μέσα στ’ αυτιά μου αντηχεί.
Ίδια όπως και τότε…
Πως πέρασαν τα χρόνια! Τι θύμησες ματώνουν την καρδιά!
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος.
Τι κι αν τα παιχνίδια έγιναν μικρά, ο κόσμος ίδιος είναι.
Όλοι μαζί, μια αγκαλιά αστέρια μεσ’ στο δικό τους ουρανό.
Κι αν σύννεφα τον κρύβουνε, δεν είναι για πολύ.
Αύριο πάλι θα 'ναι μεγάλη ξαστεριά…

ανάγερτος