Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Διψάμε για ουρανό


 Ενα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό, ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω, όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος. κι αυτή μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό

Μίλτος Σαχτούρης
Ναι διψάμε για ουρανό, αποζητάμε  κομμάτια γνήσιο ουρανό.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ίσως είναι ο πιο καταλληλος για να μας ξεδιψάσει..


“Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ
Κι ένα σπίτι στη θάλασσα
με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και  μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο…”

 «Μονόγραμμα»


“Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς;
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει-ακούς;
είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να’ ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού;
την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου;
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να’ ρθω
που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό;….”

  «Μονόγραμμα»
        
 Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος
από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά-κι έχω τη δύναμη
αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
μες’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
καμάρα τ΄ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα……


«Μονόγραμμα»


Ηλικία της γλαύκης θύμησης


Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον
μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζεις
ακόμη
στην ειρήνη του κόλπου των νερών έχει ο
Θεός.
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα τους ναύτες που
έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του
ορίζοντα.
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα
στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την
ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί-τι
γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα
ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος.
Άγνωστος και γλαυκός χαράζοντας στα
στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα.
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα
δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήταν η οδύνη
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωθα πρώτη
φορά το ανθρώπινο βάρος σου.
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν οι αμαρυλλίδες-Μα θυμάμαι
πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που
χαράζεται παντοτινά ο χρόνος.
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τα’ άσπρα
σπίτια
Τα’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα’ χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο
νερό
Θα ΄χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που
κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται
ο έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το
Αιγαίο.


«Προσανατολισμοί»







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου